- συμπεθεριακός
- αά, ο 1. см. συμπεθερικός;2. (τό ) см. συμπεθεριό 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπεθεριακός — ιά, ό, Ν [συμπεθεριά] συμπεθερικός … Dictionary of Greek